- προηκης
- προήκηςπρο-ήκης2заостренный спереди, остроконечный
(ἐρετμά Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐρετμά Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προήκης — όηκες, Α [προήκω] (για κουπί) αυτό που είναι προτεταμένο και προεξέχει τού πλοίου … Dictionary of Greek
προήκει — προήκης pointed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προήκης pointed masc/fem/neut dat sg προήκεϊ , προήκης pointed dat sg (epic) προήκει , προήκω to have gone before pres ind mp 2nd sg προήκει , προήκω to have gone before pres ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προήκεα — προήκης pointed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προήκης pointed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)